- αντίφαση
- Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β.
Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου, συγκροτούν τη θεωρία περί αρχών της αριστοτελικής λογικής ως εξής:
1) Αυτό που υπάρχει δεν μπορεί και δεν νοείται να είναι συγχρόνως διαφορετικό από αυτό που είναι (ταυτότητα).
2) Μια καταφατική ή αρνητική κρίση δεν μπορεί συγχρόνως να είναι το αντίστροφο, αρνητική ή καταφατική (μη α.).
3) Ένα κατηγόρημα ανήκει ή δεν ανήκει σε ένα υποκείμενο: τρίτη θέση δεν είναι δυνατή (αποκλεισμός του τρίτου).
Η αριστοτελική διατύπωση αποβλέπει να εξασφαλίσει τη δυνατότητα μιας επιστήμης καθολικά έγκυρης, σε αντιπαράθεση με την αισθησιοκρατία και τον σχετικισμό των σοφιστών, αλλά και με τον Ηράκλειτο, που θεωρούσε ότι τα πράγματα βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και αλλαγή των προσδιορισμών τους. Κατά συνέπεια, ο Αριστοτέλης καταλήγει να θέσει ως βάση της λογικής την έννοια της ακινησίας του όντος, της ουσίας, επιβεβαιώνοντας το ευλογοφανές σόφισμα του Ζήνωνα, που θεωρούσε ως προϊόν ψευδαίσθησης την κίνηση· αλλά o Αριστοτέλης περιορίζει την αμετακίνητη σταθερότητα στην ουσία των όντων, χωρίς να την αρνείται στη μηχανική και εξωτερική μορφή της.
Η διδασκαλία για το αμετακίνητο της ουσίας, που συνεπάγεται η αρχή της (απουσίας) α., προκάλεσε την πολεμική κατά της αριστοτελικής λογικής, από μέρους όλων των ρευμάτων της μυστικιστικής, μαγικής, βιταλιστικής φιλοσοφικής σκέψης, μια πολεμική η οποία μάλιστα κράτησε αιώνες. Αφού εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους σε όλη τη μεσαιωνική και σύγχρονη σκέψη, βρήκε τελικά την κωδικοποίησή της στον εγελιανισμό. Ο Χέγκελ πράγματι, διακηρύσσοντας ότι η αριστοτελική αρχή της ταυτότητας και της (απουσίας) α. είχε χάσει πια την αξία της, αντιπαρατάσσει την αρχή της συνταπόκρισης των αντιθέσεων και οικοδομεί μια διαλεκτική θεωρία της πραγματικότητας.
(Μαθημ.)Για τα μαθηματικά, δεν είναι παραδεκτό ότι μια πρόταση, ένα θεώρημα μιας μαθηματικής θεωρίας, μπορεί συγχρόνως να είναι αληθές και ψευδές.Αν σε μια μαθηματική θεωρία δεχόταν κανείς έστω και μία α., τότε θα μπορούσε να αποδειχτεί ότι κάθε βεβαίωση εκφράσιμη μέσα σε αυτή τη θεωρία είναι αληθής· τότε όμως η θεωρία αυτή θα έχανε τη σημασία της και κάθε ενδιαφέρον.
Κατά την κατασκευή μιας μαθηματικής θεωρίας, για να μην υπάρξουν α. γίνεται από την αρχή τοποθέτηση ορισμένων αξιωμάτων (αξιωματική θεμελίωση), στα οποία θα βασιστεί η θεωρία, και ελέγχεται το σύστημα των αξιωμάτων, ώστε να μην είναι αντιφατικό (να είναι συνεπές). Ο έλεγχος αυτός δεν είναι εύκολος· το 1931 ο Γκέντελ απέδειξε ότι το να αποδειχτεί πως ένα αξιωματικό σύστημα για τη θεμελίωση μιας μαθηματικής θεωρίας είναι συνεπές είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί μόνο με αποδεικτικές μεθόδους αυτού του ίδιου συστήματος.
Μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί μια καθολική θεμελίωση των μαθηματικών που να διασφαλίζει ότι στο μέλλον δεν θα εμφανιστούν α. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι άξια κάθε θαυμασμού. Την προσπάθεια αυτή χαρακτήρισαν τον περασμένο αιώνα τρεις σχολές: (1) των διαισθητικών (Μπρόουερ), (2) των φορμαλιστών (Χίλμπερτ) και (3) των λογικιστών (Ράσελ Μπέρτραντ). Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι, ενώ είναι γενική η παραδοχή ότι ένα θεώρημα μιας μαθηματικής θεωρίας δεν μπορεί να αποδεικνύεται ότι είναι συγχρόνως αληθές και ψευδές, όμως διατυπώθηκε η άποψη από τους διαισθητικούς ότι υπάρχουν προτάσεις που από την ίδια τη φύση τους είναι αμφίβολες, δηλαδή ότι για αυτές δεν αποδεικνύεται ούτε ότι είναι αληθείς ούτε και ότι είναι ψευδείς.
* * *η (Α ἀντίφασις) [αντίφημι]νεοελλ.1. το να λέει κάποιος το αντίθετο αυτού που είπε προηγουμένως2. αντίθεση, ασυμφωνία, ανακολουθίααρχ.(Λογ.) (για δύο αντίθετες έννοιες ή προτάσεις) το να αίρει η μία την άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.